ἅλατ'

ἅλατ'
ἅλατα , ἅλας
salt
neut nom/voc/acc pl
ἅλατι , ἅλας
salt
neut dat sg
ἅλατε , ἅλας
salt
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • ζαχαριέρα — η η ζαχαροθήκη, το δοχείο ή η θήκη όπου φυλάγεται η ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ιέρα (πρβλ. αλατ ιέρα, σουπ ιέρα)] …   Dictionary of Greek

  • θησαυρωρυχεία — και ορθτ. θησαυρωρυχία, ή η ανακάλυψη και ανόρυξη κρυμμένου θησαυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. θησαυρωρυχεία αντί τού ορθού θησαυρωρυχία < θησαυρός + ωρυχία (< ορύσσω), πρβλ. αλατ ωρυχία, τυμβ ωρυχία. Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • καρβουνιέρα — και καρβουνιάρα, η 1. ανθρακαποθήκη, καρβουναποθήκη 2. (για πλοία) η γαιανθρακαποθήκη 3. (για ιστιοφόρα) τριγωνικό ιστίο που αναρτάται από τον πρότονο τής στήλης τού επιδρόμου, η προτονίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρβουνο + κατάλ. ιέρα (πρβλ. αλατ ιέρα,… …   Dictionary of Greek

  • συνεκθρώσκω — Μ πετιέμαι έξω, εξορμώ μαζί με άλλους («συνεξέθορον ἔνοπλοι», Αλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθρῴσκω «πηδώ, πετιέμαι εξω»] …   Dictionary of Greek

  • τσαγιέρα — η, Ν σκεύος στο οποίο παρασκευάζεται και με το οποίο σερβίρεται το τσάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάι + κατάλ. ιέρα (πρβλ. αλατ ιέρα), με ανάπτυξη ευφωνικού γ ] …   Dictionary of Greek

  • Ελ — Όνομα πανσημιτικής θεότητας, που αποδίδεται ιδιαίτερα στον θεό του ουρανού. Ο Ε. εκτιμάται ως καλός θεός, σε αντίθεση με τον θεό της Γης, Βάαλ, που θεωρείται κακοποιός. Σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση, ο Ε. έχει δύο κόρες, την Ελάντ και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”